ἀστραπαίᾳ

ἀστραπαίᾳ
ἀστραπαίᾱͅ , ἀστραπαῖος
of lightning
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπαίας — ἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖος of lightning fem acc pl ἀστραπαίᾱς , ἀστραπαῖος of lightning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπαίος — ἀστραπαῑος, α, ον (Α) [αστραπή] 1. αυτός που ρίχνει τις αστραπές («Ζεὺς ἀστραπαῑος») 2. αυτός που συνοδεύεται από αστραπές («ἄνεμος ἀστραπαῑος», «τὰ ἀστραπαῑα τῶν ὑδάτων») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”